- απηλογία
- η1. απόκριση, απάντηση2. είδηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγουραπηλογιά — η άκαιρη εκστόμιση κατηγορίας ή εξύβριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + απηλογιά] … Dictionary of Greek
απηλογιέμαι — κ. απηλογάμαι απολογιέμαι, δίνω απόκριση, απαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απολογούμαι το η της β συλλαβής προήλθε από νεώτερη εσωτερική αύξηση (πρβλ. ανηβαίνω, κατηβαίνω κ.λπ.) και επεκτάθηκε με παρετυμολογική εξίσωση και στο ουσ. απηλογιά] … Dictionary of Greek